- θαυμάσιος
- (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι κατά μέσο όρο 331 ημέρες. Βρίσκεται στον αστερισμό του Κήτους και αναφέρεται και ως 0 του Κήτους. Πρόκειται για γιγάντιο αστέρα με διάμετρο 400 φορές μεγαλύτερη από αυτήν του Ήλιου. Επισημάνθηκε ως μεταβλητός αστέρας από τον Φαμπρίτσιους. Απέχει 220 έτη φωτός και απομακρύνεται με ταχύτητα 63,8 χλμ. το δευτερόλεπτο. Η διεθνής ονομασία του είναι Mira.
* * *-α, -ο (AM θαυμάσιος, -ία, -ον, Α και -ος, -ον, ιων. τ. θωμάσιος)1. άξιος θαυμασμού, αξιοθαύμαστος (α. «θαυμάσιο νησί» β. «θαυμάσια χάρις», Ησίοδ.)2. (και ειρων.) παράδοξος, έξοχος, πρωτοφανής («θαυμάσια λογική»)μσν.-αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θαυμάσιαο θαυμασμός2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τά θαυμάσιαθαύματα, θαυμαστά έργα, πράγματα άξια απορίας ή θαυμασμούαρχ.1. ειρων. έξοχος («θεῖος γ' εἶ περὶ τοὺς λόγους... καί ἀτεχνῶς θαυμάσιος», Πλάτ.)2. φρ. «θαυμάσιον και ἄλογον» — παράδοξο και παράλογο (Πλάτ.)3. (υπερθ.) τό θαυμασιώτατοντο πιο αξιοθαύμαστο απ' όλα4. (με απρμφ.) φρ. «θαυμάσιον προσιδέσθαι» — θαυμαστό να τό αντικρίσεις (Πίνδ.).επίρρ...θαυμασίως και θαυμάσια (AM θαυμασίως)θαυμαστά, εξαιρετικά, υπέροχα, με θαυμασμόνεοελλ.επιδοκιμαστική επιφώνησηαρχ.(συχνά με το ὡς) φρ. «θαυμασίως ἄν ὡς εὐλαβοίμην» — θα ήμουν εξαιρετικά προσεκτικός (Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύματος + -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.